ὤκινον

ὤκινον
ὤκῐνον, τό, a fodder-plant, perhaps
A clover ( = ὠκύθοος 11), Lat. ocinum, Cato RR27,33 (cf. Plin.HN17.198), Varro RR1.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ώκινον — τὸ, Α είδος ζωοτροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοος πόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”